Φωτιά στα ερείπια του κτηρίου που κατέρρευσε στο Μπαγκλαντές
Φωτιά ξέσπασε το απόγευμα της Κυριακής στα ερείπια του οκταόροφου βιομηχανικού κτηρίου που κατέρρευσε την Τετάρτη στο Μπαγκλαντές, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή επιζώντων που παραμένουν παγιδευμένοι κάτω από τα χαλάσματα και δυσχεραίνοντας το έργο των σωστικών συνεργείων.
Σύμφωνα με τοπικούς αξιωματούχους, η φωτιά ξεκίνησε από τους σπινθήρες που προκλήθηκαν όταν διασώστες επιχείρησαν να κόψουν ένα χαλύβδινο δοκάρι, στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν μία γυναίκα που είχε εντοπισθεί ζωντανή στα χαλάσματα.
Δεκάδες πυροσβέστες έδωσαν πολύωρη μάχη με τις φλόγες και κατόρθωσαν τελικά να θέσουν την πυρκαγιά υπό έλεγχο. Παρά ταύτα, η γυναίκα την οποία προσπαθούσαν να διασώσουν όταν ξέσπασε η φωτιά έχασε τη ζωή της.
Τουλάχιστον τέσσερις διασώστες τραυματίστηκαν λόγω της πυρκαγιάς.
Νωρίτερα, στη σύλληψη του ιδιοκτήτη του οκταόροφου κτηρίου οι ειδικές δυνάμεις του Μπαγκλαντές.
Ο ιδιοκτήτης, ονόματι Μοχάμεντ Σοχέλ Ράνα, εντοπίσθηκε και συνελήφθη κοντά σε μία συνοριακή πύλη στη μεθόριο Μπαγκλαντές-Ινδίας, ενώ ετοιμαζόταν να διαφύγει στην ινδική επαρχία της Δυτικής Βεγκάλης.
Η σύλληψη του φυγά ιδιοκτήτη ανακοινώθηκε από μεγάφωνα στο χώρο του κατεστραμμένου κτηρίου, και έγινε δεκτή με ιαχές χαράς και πανηγυρισμούς από τους συγγενείς των θυμάτων και των αγνοούμενων.
Σύμφωνα με νεότερο απολογισμό, τουλάχιστον 377 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους στο χειρότερο εργατικό δυστύχημα στην ιστορία του Μπαγκλαντές, ενώ περίπου 900 άτομα εξακολουθούν να αγνοούνται.
Όπως ανακοίνωσε η ένωση κλωστοϋφαντουργικών επιχειρήσεων του Μπανγκλαντές, τουλάχιστον 3.000 άνθρωποι εργάζονταν στο κτίριο που κατέρρευσε.
Το κτήριο, το οποίο βρισκόταν στα περίχωρα της πρωτεύουσας Ντάκα, ανεγέρθηκε σε ασταθές έδαφος, δίχως να έχουν εκδοθεί οι απαιτούμενες άδεις δόμησης.
Το Σάββατο συνελήφθησαν επίσης ο πρόεδρος και ο γενικός διευθυντής του μεγαλύτερου εργοστασίου που στεγαζόταν στο οκταόροφο κτήριο, όπως επίσης και δύο πολιτικών μηχανικών που συμμετείχαν στην κατασκευή του.
Το μεγαλύτερο εργοστάσιο καταλάμβανε τους πάνω ορόφους, τρεις εκ των οποίων είχαν προστεθεί παράνομα.