Θωμάς Κώτσης: Καταδικάζουμε τις κοινότυπες δηλώσεις
Η φράση «καταδικάζουμε τη βία από όπου και αν προέρχεται» τείνει να γίνει πιο κλισέ και από την θεατροτηλεοπτική «περνάμε καλά και βγαίνει στον κόσμο» αλλά και την δικαστική «έχω εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη». Είναι κλασικές ανώδυνες φράσεις δημόσιου λόγου που έχουν ως κοινή βάση ότι αυτοί που τις εκστομίζουν είτε δεν τις πιστεύουν είτε δεν καταλαβαίνουν τι λένε.
Ειδικότερα για το θέμα της βίας, που έχει μπεί για τα καλά στην καθημερινότητα μας, τα δημόσια πρόσωπα έχουν μοιραστεί κατά βάση σε δύο στρατόπεδα με το καθένα να δικαιολογεί τη συγγενή ιδεολογική του βία. Αυτό βέβαια είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο και μια αντιπαράθεση βιοθεωρίας μεταξύ όσων αυτόπροσδιορίζονται ως αριστεροί και δεξιοί, ενώ το γεγονός ότι η επίσημη ιστορία της χώρας είναι γεμάτη ψέματα και ανακρίβειες συντηρεί τη διαμάχη και αποδυναμώνει το ρεαλισμό. Στις συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα περί «δικαιολογημένης» ή «αδικαιολόγητης» βίας, οι τοποθετήσεις γίνονται με κομματικές παρωπίδες, μακριά από το περιεχόμενο, ενώ παράλληλα η βία επεκτείνεται ολοένα και περισσότερο.
Το πιο ενδιαφέρον βέβαια στις δημόσιες τοποθετήσεις περί βίας, είναι ότι κανένας θεσμικός εκπρόσωπος δεν πηγαίνει το θέμα ένα βήμα παραπέρα, πέρα από τα στερεότυπα. Ουδείς εξ αυτών μίλησε π.χ. για τη βία των Media που πολεμά κάθε τι που διαφοροποιείται από το παγιωμένο σύστημα, ουδείς εξ αυτών αναζητά τους λόγους γιατί ένας πτυχιούχος γίνεται γκαζάκιας και γιατί ένας γιος κομμουνιστή γίνεται ακροδέξιος και ουδείς αναζητά κάποιες αλήθειες σε αυτό που γίνεται. Περιορίζονται απλά στο τσουβάλιασμα κάθε φαινομένου ως βία –ότι και αν είναι και από όπου και αν προέρχεται-επικαλούμενοι σαν ρομποτάκια τη δημοκρατία ως το βασικό κοινωνικό θεμέλιο, αγνοώντας παντελώς τα κυρίαρχα συστατικά της. Προφανώς και είναι καταδικαστέοι οι τραμπουκισμοί και η χρήση της βίας ,αλλά παράλληλα βία είναι και ο μονόπλευρος προσδιορισμός της βίας, καθώς ο κάθε πολίτης καθημερινά δέχεται βία, που το δημόσιο πρόσωπο ποτέ δεν κατονομάζει.
Ουδείς εξ αυτών επίσης μπορεί να απαντήσει ευθαρσώς στην ερώτηση για το ποία είναι η χειρότερη μορφή βίας: να σου πετάξουν γιαούρτια στην λαϊκή ή να σε εκβιάζει μέρα νύχτα ένας μεγαλοδημοσιογράφος ότι αν δεν τον προσκυνήσεις θα σε καταστρέψει; Ποτέ όμως-ούτε καν στα μοδάτα status του Facebook- ένα δημόσιο πρόσωπο κατάγγειλε ότι απειλείται από κάποιον: μονίμως η βία που δέχονται αφορά κάποιους αγνώστους που τους γιουχάρανε χωρίς λόγο.
Η επιστήμη της ψυχιατρικής χρησιμοποιεί μεταξύ άλλων τη λέξη βία με τους προσδιορισμούς λεκτική, ψυχολογική και άλλων που δεν αφήνουν εμφανή τα σημάδια αλλά είναι εξίσου επικίνδυνες με τη σωματική. Τα δημόσια πρόσωπα ουδέποτε έχουν αναφερθεί σε άλλες μορφές βίας- που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και μαζικά μάλιστα- αλλά διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους για κάθε τι που τους τσαλακώνει το σακάκι.
Το τσουβάλιασμα επίσης κάθε περίπτωσης ως ποινικής είναι εξίσου υποκριτικό και παραπλανητικό. Τι σχέση μπορεί να έχουν τα γιαούρτια με τον εμπρησμό της πόλης, τι σχέση μπορεί να έχει η μούτζα στην παρέλαση με το προγκρομ των μεταναστών, τι σχέση μπορεί να έχει εν γένει η αγανάκτηση με τον τραμπουκισμό-κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και έτσι οφείλει να αντιμετωπίζεται.
Η βία συνδέεται άμεσα με τη φτώχεια καθώς σε περιόδους οικονομικής ευημερίας τα προβλήματα μπαίνουν κάτω από το χαλάκι και ο θυμός δεν είναι τόσο έντονος. Με βάση την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης, η ελληνική κοινωνία θα κινδυνέψει δεδομένα να γίνει μια ακόμη πιο βίαιη κοινωνία, κυρίως γιατί δεν μπορεί να διαχειριστεί με ρεαλισμό τα φαινόμενα βίας και να αποδοθεί αντίστοιχα δικαιοσύνη. Αν τα δημόσια πρόσωπα επιθυμούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά κάθε μορφή βίας, οφείλουν να παρακάμψουν το φόβο του ατομικού πολιτικού κόστους και να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας μέσα από μια ειλικρινή διαχείριση του φαινομένου.
Θωμάς Κώτσης
oloigiaolous.gr