Επηρεάζει η γλώσσα που μιλάμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε; Επηρεάζει την αντίληψή μας για τον κόσμο και αν ναι με ποιον τρόπο;
Ακαδημαϊκοί εδώ και αρκετά χρόνια μελετούν το κατά πόσο οι διαφορετικές γλώσσες μπορούν να προσδώσουν διαφορετικές γνωστικές ικανότητες. Τα τελευταία χρόνια μέσω εμπειρικών ερευνών έχει αναδειχθεί αυτή η αιτιώδης σχέση (γλώσσας- διαμόρφωση σκέψης) υποδηλώνοντας ότι η μητρική γλώσσα ενός ανθρώπου επιδρά και καθορίζει τον τρόπο που σκέφτεται για τον κόσμο συμπεριλαμβανομένων του χώρου και του χρόνου.
Η άποψη ότι οι διαφορετικές γλώσσες μπορεί να έχουν διαφορετικές γνωστικές ικανότητες ξεκινά το 1930, όταν οι Αμερικανοί γλωσσολόγοι Edward Sapir και Benjamin Lee Whorf μελέτησαν πώς διαφέρουν οι γλώσσες και πώς οι ομιλητές διαφορετικών γλωσσών σκέφτονται και διαφορετικά. Δεκαετίες αργότερα μελέτες ανατρέπουν το μακροχρόνιο δόγμα της καθολικότητας και έρχονται να δώσουν συναρπαστικές λεπτομέρειες αναφορικά με την προέλευση της γνώσης και την κατασκευή της πραγματικότητας. Τα ευρήματα των μελετών
Σε όλο τον κόσμο οι άνθρωποι επικοινωνούν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας πλήθος γλωσσών (γύρω στις 7.000) και κάθε γλώσσα απαιτεί τελείως διαφορετικά πράγματα από τον ομιλητή. Για παράδειγμα η φράση «Συνάντησα τον θείο Πέτρο στην Ερμού» στη γλώσσα που μιλάνε στη Ν.Γουινέα το ρήμα πρέπει να αποκαλύπτει πότε συνέβη το περιστατικό (τώρα, εχτές, στο κοντινό παρελθόν κλπ) ενώ στα Ινδονησιακά το ρήμα που χρησιμοποιείται δεν δίνει το στίγμα του χρόνου. Στα Ρώσικα το ρήμα θα υποδηλώσει το φύλο ενώ στα Μανδαρινικα θα πρέπει ο ομιλών να προσδιορίσει αν το πρόσωπο που συναντήσαμε (ο θείος) είναι από την πλευρά της μητέρας ή του πατέρα ή αν υπάρχουν δεσμοί αίματος ή εξ αγχιστείας καθώς υπάρχουν διαφορετικές λέξεις για αυτούς τους δεσμούς.
Επιπλέον, έρευνες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι που μιλούν γλώσσες οι οποίες χρησιμοποιούν τις χωρικές κατευθύνσεις βόρεια, νότια, ανατολικά δυτικά για να ορίσουν από την τοποθεσία ενός πράγματος ή ενός ανθρώπου μέχρι τις μεγάλες χωρικές κλίμακες (πχ στη γλώσσα που μιλάνε στη Pormpuraaw δεν χρησιμοποιούν ούτε για μικρές αποστάσεις το αριστερά, δεξιά, πάνω ,κάτω αλλά το βόρεια, νότια κλπ λένε για παράδειγμα «Το ποτήρι είναι νοτιανατολικά του πιάτου μου»), είναι πολύ καλοί στο να διατηρούν τον προσανατολισμό τους και να μη χάνονται εύκολα ακόμα και σε μέρη στα οποία δεν είναι εξοικειωμένοι. Οι απαιτήσεις δηλαδή της γλώσσας που μιλάνε εκπαιδεύει και ενισχύει αυτή τη γνωστική ικανότητα του καλού προσανατολισμού.
Οι άνθρωποι που σκέφτονται διαφορετικά για το χώρο, σκέφτονται και διαφορετικά για το χρόνο. Για παράδειγμα: Οι Άγγλοι θεωρούν ότι ο χρόνος προχωρά από αριστερά προς τα δεξιά. Αν τους δώσεις δηλαδή κάρτες με γεγονότα από τα πιο παλιά εως τα σημερινά θα ξεκινήσουν να τοποθετούν τις κάρτες με τα παλιά γεγονότα από τα αριστερά. Οι ομιλούντες τα εβραϊκά έχουν την τάση να τοποθετούν τα γεγονότα από τα δεξιά προς τα αριστερά ενώ οι κάτοικοι της Pormpuraaw θα τοποθετούσαν τις κάρτες με τα γεγονότα ανάλογα με το που κάθονται πχ αν κοιτάζουν τον νότο, θα τις τοποθετούσαν από αριστερά προς δεξιά και αν κοιτάζουν την ανατολή θα τις τοποθετούσαν κατά μήκος του σώματός τους.
Οι διαφορές στη γλώσσα εκφράζονται και στον τρόπο με τον οποίο κάποιος περιγράφει τα γεγονότα και κατά πόσο καλά θυμάται «ποιος έκανε τι». Οι ομιλούντες αγγλικά τείνουν να περιγράψουν τα γεγονότα στη λογική «ο τάδε έκανε αυτό». Όσοι μιλούν τα Ιαπωνικά και τα Ισπανικά είναι λιγότερο πιθανό να αναφερθούν στο ποιός όταν αναφέρουν ένα περιστατικό. Τέτοιες γλωσσικές διαφορές επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι ερμηνεύουν τα γεγονότα και έχουν επιπτώσεις στη μνήμη αναφορικά με τα εμπλεκόμενα πρόσωπα.
Η γλώσσα επίσης μπορεί να επηρεάσει το κατά πόσο γρήγορα τα παιδιά καταλαβαίνουν το φύλο τους. Το 1983 έρευνα του Πανεπιστημίου Michigan με 3 γκρουπ από παιδιά όπου η μητρική τους γλώσσα ήταν Εβραϊκά, Αγγλικά και Φινλανδικά έφερε στο φως ευρήματα τα οποία έδειξαν ότι τα παιδιά που μιλούσαν Εβραϊκά είχαν εύκολη αντίληψη του φύλου τους, όσα μιλούσαν Φινλανδικά δεν είχαν αντιληφθεί το φύλο τους και όσα παιδιά μιλούσαν αγγλικά ήταν κάπου στη μέση των δυο προηγούμενων περιπτώσεων.
Ο τρόπος με τον οποίον σκεφτόμαστε επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο μιλάμε και εκφραζόμαστε και το αντίστροφο. Έρευνες έχουν καταδείξει ότι αλλάζοντας στους ανθρώπους τον τρόπο που μιλάνε αλλάζει και ο τρόπος που σκέφτονται. Μαθαίνοντας τους ανθρώπους νέα χρώματα τους ενισχύουμε την ικανότητα της διάκρισης των χρωμάτων και μαθαίνοντάς τους νέο τρόπο ομιλίας για τον χρόνο μαθαίνουν νέο τρόπο σκέψης για τον χρόνο. Τέλος, οι δίγλωσσοι αλλάζουν τη θεώρησή τους για τον κόσμο ανάλογα με τη γλώσσα που χρησιμοποιούν κάθε φορά.
Οι έρευνες σχετικά με το πώς οι γλώσσα που ομιλούμε διαμορφώνει τον τρόπο που σκεφτόμαστε βοηθά τους επιστήμονες να ξεδιαλύνουν το πώς δημιουργούμε τη γνώση αλλά και για το πώς διαμορφώνουμε άποψη για τον κόσμο. Αυτή η διαδικασία με τη σειρά της μας βοηθά να κατανοήσουμε την ίδια την ουσία της ανθρώπινης υπόστασης.
από http://dpsachoulia.blogspot.gr/
Πηγή: Lera Boroditsky, Scientific American