Μια σύγχρονη θεώρηση της «επιστήμης» της μαγείας – δεισιδαιμονία ή εργαλείο εξέλιξης;
Απόσπασμα της πτυχιακής εργασίας του Χαράλαμπου Τσετσέκου/αναδημοσίευση από το oloigiaolous
Μαγεία… πρόκειται για μια έννοια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη και φορτισμένη, που παραπέμπει σε «σκοτεινές» εποχές της ανθρώπινης διανόησης, ενώ έχει συνδεθεί με ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, αυτό που έχει μείνει γνωστό ως το «κυνήγι μαγισσών» που έστειλε εκατοντάδες χιλιάδες αθώους (και μη) Ευρωπαίους στην πυρά… Το φαινόμενο απασχολεί πλέον ελάχιστους, αφού στη σύγχρονη εποχή της υψηλής τεχνολογίας και της υποτιθέμενης ολοκληρωμένης γνώσης του φυσικού και χημικού κόσμου, τα πάντα εξηγούνται με νόμους βγαλμένους μέσα από τα εργαστήρια. Οι αναπόδεικτες εξαιρέσεις στα πορίσματα αυτά αφορίζονται ως «γραφικότητες» και προκαταλήψεις, σε έναν κόσμο που αφήνει πίσω του ότι δεν μπορεί να εξηγήσει…
Το oloigiaolous ρίχνει φως στην ιστορία της πιο πανάρχαιας «επιστήμης», στοιχεία της οποίας προσφέρουν μια εν πολλοίς απαραίτητη διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων…
Οποιαδήποτε απάντηση στο ερώτημα τι είναι η μαγεία και γενικότερα ο κόσμος της απόκρυφης γνώσης διαπνέεται αναγκαστικά από έναν υποκειμενισμό, αφού ανάλογα από ποια πλευρά προσεγγίζει κανείς αυτό το φαινόμενο και ποιες πτυχές του εξετάζει, δύναται να αποδώσει πολύ διαφορετική όψη στην ερμηνεία. Ασφαλώς η αποδοχή ή η απόρριψη αλλά ακόμη και η σκεπτικιστική θέση απέναντι στη μαγεία έγκειται στην χαρακτηρολογική συγκρότηση, την πνευματική κατάρτιση και την ερευνητική τόλμη του εκάστοτε ενδιαφερόμενου.
Στον κόσμο του Χάρι Πότερ
Η μαγεία βασίζεται στην πεποίθηση ότι το σύμπαν διέπεται συνολικά από μια υπερβατική δύναμη. Μαγεία καλείται η ικανότητα επιρροής σε αυτή τη δύναμη, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ωφέλιμους ή κακούς σκοπούς. Αν και θεωρείται γενικά προϊόν δεισιδαιμονίας και κατάλοιπο ενός πρωτόγονου σταδίου της ανθρωπότητας, η σύγχρονη παραψυχολογία απέδειξε ότι τα «μαγικά» φαινόμενα είναι μεν σπάνια, αλλά μπορούν να συμβούν υπό ορισμένες συνθήκες. Η πίστη σε μη αιτιοκρατικά –δηλαδή μαγικά φαινόμενα- μπορεί να βασίζεται πράγματι σε εμπειρίες των ανθρώπων με φαινόμενα τηλεπάθειας, μαντείας, προφητείας και ανεξήγητες εξ αποστάσεως επιρροές δύναμης.
Η μαγεία σήμερα συσχετίζεται με πολλών ειδών παραφυσικά ή απόκρυφα φαινόμενα όπως η ενέργεια των τσάκρας, η ψυχική ίαση, η αστρική προβολή, η τηλεπάθεια και η τηλεκίνηση, το «μάτιασμα» κ.ά., τα οποία δεν εμπίπτουν ερμηνευτικά στους νόμους της σύγχρονης επιστήμης. Μέσα από την χρήση συμβόλων και την πραγματοποίηση μυστικιστικών τελετουργιών, οι ασκούντες τη μαγεία προσβλέπουν στην απόκτηση της δυνατότητας να διεισδύσουν στον άγνωστο κόσμο των δυνάμεων της φύσης και των αντικειμένων, «παρακάμπτοντας» τους νόμους της φυσικής επιστήμης.
Η μαγεία, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, υπό προϋποθέσεις συμπορεύεται με τη θρησκεία, αφού συγκεκριμένα με τον χριστιανισμό παρατηρούμε μια ομοιότητα στις κοσμολογικές θεωρήσεις: Από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη απορρέει ένα πνεύμα αντιπαλότητας ανάμεσα στον Θεό και τον Διάβολο που παρομοιάζεται με τη λευκή μαγεία (θετική χρήση των απόκρυφων δυνάμεων της φύσης μέσω του Θεού π.χ. τα θαύματα), και τη μαύρη μαγεία (η δράση του Διαβόλου ο οποίος με τη χρήση των δυνάμεων αυτών αποβλέπει στο κακό για τον άνθρωπο και τον κόσμο).
Ιστορική αναδρομή
Από τον 3ο αι. μ.Χ., η μαγεία –η οποία ήταν ήδη ευρέως διαδεδομένη στα λαϊκά στρώματα- εισήλθε στους κόλπους της φιλοσοφίας και της διανόησης χάρη στους οπαδούς του νεοπλατωνισμού: Ο βιογράφος του Πλωτίνου ανέφερε για τον τελευταίο ότι δεν ήταν άσχετος με πράξεις μαγείας, ενώ κατά τον Ιάμβλιχο, η σωτηρία της ψυχής η οποία αποτελεί στόχο της φιλοσοφίας κατά τη νεοπλατωνική παράδοση, είναι συνδεδεμένη με πράξεις μαγείας, μέσω των μυστηριακού χαρακτήρα τελετών της (θεουργίες)(1). Ο Πρόκλος ακόμη, είχε συγγράψει ειδική πραγματεία για τις μαγικές μεθόδους της θεουργίας, ενώ ασκούσε ο ίδιος την τέχνη της μαγείας.
Από τα τέλη του 15ου αι., η μαγεία παρουσίασε μια αξιοσημείωτη ανάκαμψη, και αποτέλεσε ένα φαινόμενο βαρύνουσας σημασίας για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής κοινωνίας της εποχής για διάστημα περίπου δύο αιώνων. Εδώ είναι που επήλθε και η σύγκρουση με την πρωτοκαθεδρία της εκκλησίας, με αποτέλεσμα τους απηνείς διωγμούς χιλιάδων ανθρώπων στη Δυτική κυρίως Ευρώπη, με την κατηγορία της εξάσκησης της μαγείας, η οποία θεωρούνταν από τα κοσμικά κράτη ως «συνεργία με το διάβολο». Παρόλα αυτά, πολλοί φιλόσοφοι, γιατροί και λόγιοι όπως ο Ficino, ο Παράκελσος, ο Bruno, o Campanella κ.ά., εντρύφησαν πάνω στη μαγεία θέτοντας τα θεμέλια της αναγέννησής της, η οποία τονώθηκε αρκετά χάρη στην έκδοση των ερμαϊκών κειμένων και του συγγραφικού έργου του Πλωτίνου στα λατινικά. Τα ερμαϊκά είναι κείμενα που γράφηκαν από άγνωστους Έλληνες συγγραφείς του 2ου και 3ου αι. Έλαβαν αυτή την ονομασία επειδή αρχικά ως συγγραφέας φερόταν ο Ερμής Τρισμέγιστος, ένας μεγάλος Αιγύπτιος ιερέας, ο οποίος έζησε πολύ πριν τη γέννηση του Χριστού. Είναι γραμμένα σε διαλογική μορφή και περικλείουν στοιχεία νεοπλατωνισμού και της στωικής φιλοσοφίας, αναμεμειγμένα με στοιχεία ανατολικών πολιτισμών όπως ο αιγυπτιακός, ο εβραϊκός κ.ά., και αναφέρονται στην αστρολογία, στο μυστικισμό, στις άδηλες δυνάμεις των φυτών και των λίθων, στη μαγεία κ.ά.
Επιστήμη και μαγεία
Την περίοδο της Αναγέννησης, με τη νέα αυτοσυνείδηση που απέκτησε ο άνθρωπος τοποθετούμενος στο επίκεντρο του κόσμου, εκδηλώθηκε τεράστια πρόοδος στον τομέα των φυσικών επιστημών. Επιδίωξη του ανθρώπου ήταν να κατανοήσει τους συσχετισμούς μεταξύ του μακρόκοσμου (του Σύμπαντος) και του μικρόκοσμου (όπως ο ανθρώπινος οργανισμός), οι οποίοι ήταν ακόμη ακατανόητοι σε μεγάλο βαθμό. Η μυστικιστική θεώρηση περί ενότητας ύλης και πνεύματος, πεπερασμένου και απείρου, διευρύνθηκε μέσω της παρατήρησης και του πειράματος, καθώς και μέσω της προσπάθειας να δοθούν επιστημονικές εξηγήσεις. Η μαγεία αποτέλεσε την πρώιμη μορφή εφαρμοσμένης επιστήμης, όχι με την έννοια της υπερφυσικής, αλλά με την έννοια της φυσικής γνώσης από την επίκληση των «δαιμόνων» και την τέχνη των μαγικών σφραγίδων μέχρι τα πειράματα φυσικής, τα οποία θεωρούνταν ότι ανήκαν στη σφαίρα του φανταστικού.
Δημιουργήθηκε τότε ένας νέος τύπος διανοούμενου ανθρώπου, ο μάγος. Μάγος αποκαλείται ο σοφός άνθρωπος που δρα και ουσιαστικά το έργο ενός τέτοιου φιλοσόφου ήταν ο συνδυασμός της γνώσης με τη δράση, με την ενεργό παρέμβασή του στη λειτουργία της φύσης , ταυτίζοντας έτσι τη φιλοσοφία με τη μαγεία.
Η περίπτωση της αλχημείας
Χαρακτηριστικότερη των παραπάνω ήταν η εξέλιξη του κλάδου της αλχημείας, ο οποίος μέσα από διαδοχικές αλλαγές διήλθε μιας αξιοσημείωτης ανάπτυξης από την περίοδο του Μεσαίωνα έως και τα τέλη του 17ου αι., κατακτώντας μια θέση στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής φυσικής φιλοσοφίας. Αν και κατά τον Μεσαίωνα η αλχημεία θεωρούνταν ένα είδος «εφαρμοσμένης» επιστήμης, βασισμένης στις γενικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας, στην διάρκεια του 16ου και 17ου αι., ασχολήθηκε με ένα ευρύ φάσμα εργασιών –πέρα από την παραδοσιακή προσπάθεια να μετατρέψει μέταλλα- όπως η μεταλλουργική χημική ανάλυση, η κατασκευή βαφικής ύλης, η κατασκευή τεχνητών πολύτιμων λίθων, πλήθος ιατρικών ενασχολήσεων, παρασκευή φαρμακολογικών ουσιών κ.ά.
Παρά τη δυσφήμιση από κάποιους λόγιους της εποχής, η αλχημεία βρήκε φιλικό περιβάλλον να αναπτυχθεί χάρη στο έργο του νεοπλατωνιστή Marcilio Ficino (1433-1491): Μέσα από το έργο του ο τελευταίος συνέδεσε ρητά την ζωτικής σημασίας ουσία του σύμπαντος με την αλχημική πεμπτουσία (ή ελιξίριο όπως το ονόμαζε). Η συσχέτιση που έκανε ο Ιταλός αλχημιστής ανάμεσα στην ουσία του κόσμου και την αλχημική πεμπτουσία, προσέδωσε έναν κοσμικό χαρακτήρα στην αλχημεία. ο ισχυρισμός του ότι η αλχημεία θα μπορούσε να απομονώσει την ζωτικής σημασίας αρχή του κόσμου απασχόλησε το ενδιαφέρον επόμενων αλχημιστών όπως του Γερμανού Agrippa. Κατά τον Agrippa, το νούμερο ένα στον κόσμο των στοιχείων αναπαρίσταται από την «λίθο των φιλοσόφων», το μοναδικό υλικό και εργαλείο των φυσικών και υπερφυσικών αρετών. αυτό είχε μεταβληθεί στο μέσο μέσω του οποίου λειτουργούσε η φυσική μαγεία.
Η καινούρια θέση της αλχημείας ως μία θεμελιώδης επιστήμη βαθιά συνδεδεμένη με τη φυσική μαγεία και άλλες απόκρυφες ενασχολήσεις υιοθετήθηκε από τον ιατρό και φιλόσοφο Παράκελσο: Ο Γερμανός λόγιος –ο οποίος επαναπροσανατόλισε την αλχημική δραστηριότητα προς τη φαρμακευτική- εξέλαβε το ανθρώπινο σώμα ως ένα «χημικό σύστημα» κάνοντας έναν παραλληλισμό ανάμεσα στον μακρόκοσμο (το σύμπαν εν γένει) και τον μικρόκοσμο (το ανθρώπινο σώμα) και υποστήριξε ότι τα μεταλλικά στοιχεία του εξωτερικού κόσμου βρίσκονταν επίσης και σε μια άλλη διαφορετική μορφή σώματος. Τονίζοντας τη σημασία των φαρμακευτικών ουσιών που προέρχονταν από μεταλλεύματα, προώθησε μια μορφή ομοιοπαθητικής θεραπείας με επιτυχή αποτελέσματα, το οποίο ώθησε σε μια νέα μορφή ιατρικής πρακτικής της εποχής (χημειατρία), της οποίας η εξέλιξη οδήγησε μέσα από τους αιώνες στη σημερινή μορφή της ομοιοπαθητικής, η οποία γίνεται σταδιακά αφενός ευρέως αποδεκτή από την ιατρική επιστημονική κοινότητα και αφετέρου η χρήση της διαχέεται σε ένα ολοένα και περισσότερο κοινό ασθενών.
Το κλειδί για τη δίοδο της αλήθειας;
Ο Ιταλός φιλόσοφος T. Campanella στην «Πολιτεία του Ήλιου» ανέφερε ότι οι επιστήμες μελετώντας τη φύση χρησιμοποιούν μια άγνωστη τέχνη που ονομάζεται μαγεία πριν γίνει κατανοητή, αλλά μετά από ένα ορισμένο διάστημα εξελίσσεται σε κανονική επιστήμη. Η θεωρία της μαγείας άρχισε να εξασθενεί, αφού η χρήση νέων τεχνολογιών μετά την επιστημονική επανάσταση του 17ου αι., όπως το τηλεσκόπιο, το μικροσκόπιο και οι μεγεθυντικοί φακοί από επιστήμονες όπως ο Καρτέσιος, ο Γαλιλαίος, ο Χουκ κ.ά. οδήγησαν τους τελευταίους στη διαμόρφωση θεωριών για τη δομή του αόρατου μικρόκοσμου και την ερμηνεία του φυσικού κόσμου. Από τότε, η μηχανιστική φιλοσοφία αυτοκαθιερώθηκε ως το νέο πρότυπο νοητότητας στη φυσική φιλοσοφική εξήγηση.
Εν κατακλείδι, τι θα μπορούσε να υποστηριχθεί σήμερα για τη μαγεία; Πρόκειται για μια δραστηριότητα η οποία συνδέεται με παραφυσικά και παραψυχολογικά φαινόμενα, μέσω των οποίων εμφανίζονται δυνάμεις οι οποίες προκαλούν το κακό ή δεν συνεισφέρουν σε τίποτα στην εξέλιξη της ανθρώπινης γνώσης; Μήπως οι μαγικές δραστηριότητες όλων των τύπων αποτελούν τεχνάσματα και ψευδαισθήσεις οι οποίες παραπλανούν τους ανθρώπους και υποθάλπουν τον τσαρλατανισμό;
Από την άλλη, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς αν πράγματι η εξάσκηση της ανθρώπινης νόησης, ο ενορατισμός, η αξιοποίηση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων του εγκεφάλου καταδεικνύουν τη δυνατότητα του ανθρώπου να εισχωρήσει στις άγνωστες πτυχές των δομών των αντικειμένων και της φύσης; Μήπως δηλαδή η μαγεία θα μπορούσε να προσεγγιστεί ως μια εναλλακτική μορφή φυσικής φιλοσοφίας και μελέτης του Σύμπαντος και της φύσης γύρω μας;
Κατά πολλούς, η μαγεία συνιστά μια κρυμμένη μορφή γνώσης, η οποία δεν δύναται να γίνει αντιληπτή αποκλειστικά από τη νόηση του ανθρώπου και τα μέσα που χρησιμοποιεί, όπως οι κανόνες της λογικής και η πειραματική απόδειξη. Η θεωρία του Χαίζεμπεργκ στις αρχές του 20ου και η αρχή της απροσδιοριστίας του, καθώς και οι συνεχείς έρευνες σήμερα για όλο και μικρότερα υποανατομικά σωματίδια της ύλης, καταδεικνύουν τις αστείρευτες κρυμμένες δυνατότητες των δομών του υλικού και μη κόσμου.
Ίσως στις ημέρες μας η επιστήμη οφείλει να στρέψει τα φώτα της στην εξερεύνηση των χαωδών, αστείρευτων και αέναων δυνάμεων που συγκροτούν την αρμονία του φυσικού κόσμου και του Σύμπαντος, βασισμένη όχι μόνο στο πλαίσιο των δυνατοτήτων άντλησης της γνώσης η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στην πεπερασμένη ανθρώπινη λογική. Πιθανόν με την παράλληλη χρήση εναλλακτικών μορφών γνώσης, όπως η μαγεία με τη μορφή της μη αιτιοκρατικής απόκρυφης επιστήμης, να ανοίξουν περαιτέρω νέοι δρόμοι στην αναζήτηση του ανεξήγητου που ορθώνεται στην εξερεύνηση του κόσμου γύρω μας.