Όλη η γαστρονομία των Κυκλάδων σε έναν φανταστικό τόμο που μυρίζει αρμύρα
Συνήθως η κριτική των βιβλίων χωρίζεται σε δύο στάδια. Το πρώτο αφορά στο χρόνο που απαιτείται προκειμένου να «ταξιδέψει» κανείς στις σελίδες του, ενώ το δεύτερο έχει να κάνει με την επίπτωση που έχει στο νου και στην ψυχή αυτό το ταξίδι. Το βιβλίο «Του ανέμου και της αρμύρας – Προϊόντα και μαγειρικές των Κυκλάδων» ανήκει όμως σε μια ξεχωριστή κατηγορία, διότι παρασύρει τον αναγνώστη και σε ένα τρίτο στάδιο: να μαγειρέψει αυτά που προτείνουν οι συγγραφείς του Νανά Δαρειώτη, Θάλεια Τσιχλάκη και Α. Ν. Ανδρουλιδάκης. Και κατόπιν να δοκιμάσει τους καρπούς αυτής της προσπάθειας (με απόλυτη ικανοποίηση), καθώς κάθε συνταγή είναι προσεχτικά «ζυγισμένη», ώστε να πετύχει απόλυτα. Ξεφυλλίζοντάς το, γίνεται φανερό πως οι τρεις φίλοι έγραψαν αυτό το βιβλίο από έρωτα βαρύ για τη γαστρονομική παράδοση των Κυκλάδων.
Οι συγγραφείς με τη συνδρομή του δικτύου Aegean Cuisine, αποτύπωσαν μέσα σε 302 σελίδες τις γευστικές παραδόσεις και την παραγωγή 24 κυκλαδίτικων νησιών και σε περισσότερα από 600 λήμματα τη μαγευτική πληθώρα προϊόντων που συναντάς εκεί (π.χ. σχεδόν 100 είδη τυριών!). Την ίδια στιγμή, 350 φωτογραφίες συνοδεύουν 50 υπέροχες αυθεντικές συνταγές του Αιγαίου (με πολλές παραλλαγές, διότι κάποια προϊόντα είναι δυσεύρετα στην αγορά, μα μπορούν να αντικατασταθούν από κάποια άλλα δίνοντας ένα εξίσου γευστικό αποτέλεσμα).
Όχι, αυτό το βιβλίο δεν είναι ένα ακόμη συνταγολόγιο. Είναι μια ιεροτελεστία, η οποία ξεδιπλώνεται αργά και κάθε τμήμα της είναι ένα κομμάτι της ιστορίας αυτών των νησιών, που για περισσότερα από 3.500 χρόνια παράγουν πολιτισμό. Αποτελεί ακριβώς αυτό που αναφέρεται στις πρώτες σελίδες «μια μύηση στην εμπειρία της κυκλαδίτικης ζωής μέσα από το φαγητό». Ξεκινά από την περιγραφή των προϊόντων του κάθε νησιού, περνά στις διατροφικές συνήθειες των κατοίκων του και καταλήγει στα χαρακτηριστικά του πιάτα. Δύσκολη προσπάθεια. Αναμφίβολα.
Φυσικά, οι πληροφορίες δεν περιορίζονται μόνο στα παραπάνω. Οι συγγραφείς έχουν καταγράψει λεπτομερώς τα βότανα, τα μυρωδικά και τα άγρια χόρτα, τους τύπους μελιού, τα ψάρια και τα θαλασσινά, τα γλυκά, τα ποτά και τα κρασιά του κάθε νησιού.
Όπως ήδη έχει αναφερθεί στην αρχή το βιβλίο αυτό θέλει χρόνο για να εκτιμηθεί σωστά. Για την ακρίβεια, θα πρέπει κανείς να το «ζήσει» για να καταλάβει πλήρως την αξία του. Κι ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό είναι να μαγειρευτούν οι συνταγές του. Τουλάχιστον μια από κάθε νησί. Μόνο τότε επιβεβαιώνεται η αρχική εκτίμηση που προκύπτει στην πρώτη επαφή μαζί του, τη στιγμή που τα δάχτυλα χαϊδεύουν το σιντεφένιο εξώφυλλο. Ό,τι η γαστρονομία είναι ο τρόπος να διατηρηθούν ζωντανές οι μνήμες των νησιών κι αυτό που τα χέρια κρατούν δεν είναι παρά ένας χάρτης θησαυρού.